Δεν μπορεί, σκέφτηκα,
σ’ αυτό το σπίτι που αναπνέει δύσκολα
θα υπάρχει ένα βρέφος
που θα πασαλείφει τα χεράκια του με κρέμα
κι έπειτα θα σκουπίζει επάνω του
την ένδεια
που συγκρατεί μαζί την οικογένεια·
θα εξιστορείται εδώ
μια νεαρή γυναίκα, όμορφη ίσως
αλλά και πρώιμα κουρασμένη
από την γκρίνια του βιοπορισμού,
από τον έρωτα
στα μπροστινά καθίσματα ενός αυτοκινήτου.
Έτσι έγινε
και σ’ επινόησα
μια μέρα θεραπεύσιμη
που μύριζε ρυζόγαλο
και ξέβραζε κουβέντες και καβγάδες και στοργή
— μια ολόκληρη ζωή σ’ ελάχιστες στιγμές,
ώσπου να προσπεράσω
τις εργατικές ξεδοντιασμένες κατοικίες.
Δεν ήταν δύσκολο,
σε πήρα και σε εγκατέστησα
απέναντί μου
για να ’χω επιτέλους κάποιον
να λυπάμαι, να ζηλεύω
κάποιον με μυστική ζωή
που να μην είναι τόσο ευάλωτη
στη μνήμη.
Πεζόμορφα κείμενα που διασταρώνονται με την ποίηση και αντανακλούν τη σκληρή καθημερινότητα μιας κλειστοφοβικής κοινωνίας. Ταξίδια στο σήμερα που συνομιλούν με το χθες μέσα από όνειρα, επιθυμίες και ανεκπλήρωτους έρωτες.
Ο Μάθιου είναι ένα αγόρι χωρίς ηλικία. Η Σίρλεϋ ένα κορίτσι άλλης εποχής, που ευωδιάζει ήλιο και στάχυα, ή αλλιώς η τραβεστί της διπλανής πόρτας. Εκείνη που κατοίκησε το σπίτι της γριάς μετά τον θάνατό της. Υπάρχει η γειτονιά, η εγγύτητα με τον άλλον, η αναγκαστική δημόσια θέα των σωμάτων και των αισθημάτων, η βάρυνση που προκαλούν τα ξένα και μαζί οικεία κακά. Υπάρχει το σπίτι, κατοικημένο από ιδεώδεις κατασκευές που αποσυντίθενται και κονιορτοποιούνται στην επαφή τους με την πραγματικότητα. Υπάρχει ο εαυτός που είναι πάντα ένας άλλος, ένας ξένος ανάμεσα στους ξένους, τους απάτριδες, τους συνοικούντες, έκθετος σε φλογερά φιλιά και δάκρυα ζεστασιάς κι απελπισίας.
Τιτίκα Δημηρούλια
Υστερόγραφο
Χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας για να ανοίξει η πόρτα του διαμερίσματος. Η γριά έμενε μόνη και δεν δεχόταν σχεδόν καθόλου επισκέψεις. Ιατροδικαστική εξέταση δεν έγινε, καθώς η ανακοπή ήταν μια πειστικότατη αιτιολογία θανάτου.
I.
Η γριά πέθανε αθόρυβα το φθινόπωρο του 2001, στο διαμέρισμά της, κοντά στην πλατεία Βικτωρίας. Οι γείτονες ισχυρίστηκαν πως κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά γιατί τους ξύπνησε, μέσα στη νύχτα, ένα επίμονο βούισμα εντόμων — απολύτως μελωδικό, ωστόσο. Ένα πρεζόνι, μάλιστα, ορκίστηκε πως άκουσε ψαλμωδίες από βουητό μελισσών και, μες στη μαστούρα του, πίστεψε ότι πέθαινε.Χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας για να ανοίξει η πόρτα του διαμερίσματος. Η γριά έμενε μόνη και δεν δεχόταν σχεδόν καθόλου επισκέψεις. Ιατροδικαστική εξέταση δεν έγινε, καθώς η ανακοπή ήταν μια πειστικότατη αιτιολογία θανάτου.
II.
Το σπίτι ξεκουράζεται / κάθε που οι ένοικοι αλλάζουν / δέρμα / σαν ερπετά / ή μήπως είναι αυτό το ερπετό / που αλλάζει χρώμα και πνοή / ανάλογα με τους ενοίκους ; / όμως δεν πρόκειται για σπίτι-μου-σπιτάκι-μου / ένα απλό διαμέρισμα / προορισμένο να στεγάζει τα σπαράγματα / μιας διαφορετικής κάθε φορά / φυσιολογίας.III.
Στις κουρασμένες συνοικίες του κέντρου — τις συνοικίες των κοινωνικών και οικονομικών μεταναστών, των εκκεντρικών δημιουργών, των ξεπεσμένων αριστοκρατών, των εταίρων και των πρεζονιών, των συνταξιούχων αστών, των εκούσια και ακούσια περιθωριακών, των τυχαίων και περαστικών… — ακόμα και ο θάνατος βολεύεται στη διαφορά. Λέγεται, μάλιστα, πως όσοι προτιμούν να ζουν εδώ είναι γιατί τους κατατρύχει η κανονικότητα της μνήμης.ΙV.
Πέρασαν μήνες δίχως ν’ ακουστεί τίποτα. Εργάτες ήρθαν να ανακαινίσουν το διαμέρισμα. Κάθε αναπνοή τους έσβηνε ένα χνώτο της γριάς, κάθε τους γέλιο έσβηνε ένα κλάμα της. Κι εκείνη ακριβώς την εποχή, εγκαταστάθηκε στο διπλανό διαμέρισμα μια τραβεστί. Της έμοιαζε καταπληκτικά. Σαν δυο σταγόνες απ’ το ίδιο αίμα. Το όνομά της ήταν Shirley.V.
Υπάρχει μια τρέλα που δημαγωγεί τις αισθήσεις μας. Στο αποκορύφωμα αυτής της παράνοιας, η Shirley, ο Mathew και η γριά ταυτίζονται. Γίνονται ένα πλάσμα· άφυλο ή ερμαφρόδιτο· χωρίς ηλικία. Άλλωστε ο χρόνος καθορίζεται από την απόσταση — που παίρνουμε ή μας δίνεται — από την ιστορία μας. Όσο για το φύλο, αυτό κι αν αποτελεί μια παραβολή για την αρχιτεκτονική της κοινωνικής μας μνήμης. Μιας μνήμης που μας καθορίζει, όμως, όσο και η άλλη, η ιδιωτική, εκείνη που επιμένει να κρατά το κῦμα με περισπωμένη· που αποδίδει στη γυναίκα γη και θάλασσα και, με το ίδιο δίκαιο, στον άνδρα άνθρωπο και λόγο. Απο.πειρατές
Ο Matthew και η Shirley (στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση της Χριστίνας Οικονομίδου) μοιάζει να έχουν επινοήσει ο ένας την ύπαρξη του άλλου στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μιαν έστω σαθρή ή κι ανυπόστατη σχέση, μιαν άλλη πραγματικότητα, ικανή να τους απεγκλωβίσει από την ωμή καθημερινότητα της ζωής. Ο ένας τους ξυπνάει στον λήθαργο του άλλου και μοιράζονται την κοινή τους ζωή σ’ ένα παιχνίδι ταυτοτήτων όπου κανείς δεν ξέρει ποιος είναι κάθε στιγμή (ούτε καν ο αφηγητής που επινοεί τα πρόσωπά τους και με τις αλλεπάλληλες παρενθέσεις αναιρεί κάθε υπαρξιακή βεβαιότητα), για να φτάσουν στο τέλος της ιστορίας στην ταύτιση με τη μορφή της γριάς γυναίκας που πεθαίνει και να γίνουν «ένα πλάσμα· άφυλο ή ερμαφρόδιτο· χωρίς ηλικία», γνωρίζοντας πως «δεν θα ήμασταν ποτέ, αν δεν υπήρχαν κάποιοι να αφηγηθούν την ιστορία μας». Γιατί και ο έρωτας και η ζωή και η ύπαρξη, φαίνεται να λέει η ποιήτρια, δεν είναι παρά μια επινόηση.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Θα πεθάνω, είπε,
Κι ύστερα φόρεσε
Ένα μακό κι ένα τριμμένο τζιν
Και βγήκε έξω.
Ο αέρας έσερνε τα φύλλα
Στο μπαλκόνι, στους δρόμους σκόνη
Με μεγάλωνε,
Σαν να' μουν δέντρο
Άγνωστης φυλής....
Η Χριστίνα Οικονομίδου γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε oικονομικές επιστήμες στο Μόναχο και την Αθήνα. Γράφει, μεταφράζει και επιμελείται λογοτεχνικά και θεωρητικά κείμενα, ενώ άρθρα, κείμενα και βιβλιοκρισίες της δημοσιεύονται τακτικά στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Είναι η αρχισυντάκτρια στην εκπομπή για το βιβλίο "Άξιον Εστί" του Βασίλη Βασιλικού και διευθύνει το μηνιαίο free press περιοδικό για το βιβλίο "Index" (όπου συνυπογράφει, μεταξύ άλλων, τις σελίδες με τίτλο "Βιτρίνα"). Διδάσκει, επίσης, δημιουργική γραφή στο Μικρό Πολυτεχνείο. Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης, "Η γυναίκα και το δέντρο της σιωπής/Μύθοι και ωδίνες" (Απόπειρα, 1994), "Χειρονομίες της αισθητικής" (Απόπειρα, 1997) και "Matthew και Shirley" (Απόπειρα, 2009). Διηγήματά της περιλαμβάνονται στις συλλογές "Κοκτέιλ μολότοφ" (Κοχλίας, 2003) και "Νάνι, τ' άνθι των ανθώ: Ωδή στη μητέρα" (Ίνδικτος, 2005).