Ἡ ζωή μας ἔχει ἀλλάξει κάπως·
δὲν μένουμε μέσα στὴν πόλη πιὰ
ἀλλὰ στὸν δρόμο γιὰ τὴ θάλασσα.
Τὰ βράδια μᾶς ἀπασχολοῦν
οἱ διαδρομὲς τοῦ φεγγαριοῦ
τὰ φτερουγίσματα στοὺς λόφους
καὶ τ’ ἄλογα ποὺ κατεβαίνουν στὸν νερόλακκο.
Ἂν τελικὰ ἀποφασίσεις νὰ ’ρθεις
θὰ μοῦ κρατᾶς τὴ νύχτα συντροφιὰ
τώρα ποὺ μπαίνει ο χειμώνας
κι οἱ μεντεσέδες τρίζουν στὸ σκοτάδι.
Θὰ μάθεις νὰ προσεύχεσαι
μὲ δύναμη κι ἀπελπισία
καὶ τὸ παράξενο αὐτὸ συναίσθημα
θὰ συνδυάζεται μὲ τὶς σκληρὲς γραμμὲς τῆς φύσης.
Νὰ φέρεις λίγα ροῦχα καὶ βιβλία
κρατοῦν ἀλλιῶς ἐδῶ τὰ ἴδια·
καὶ μὴν ξεχάσεις τὰ κατάλληλα παπούτσια
γιατί ὁ βάλτος εἶναι πίσω ἀπ’ τὸ σπίτι
καὶ τὸν χειμώνα ἔχουμε πολλὲς βροχές.
Σ’ ἀφήνω τώρα· νὰ προσέχεις,
καὶ σ’ ἀγαπῶ πολὺ τὸ ξέρεις.
Σὲ σκέφτομαι στὸν καναπὲ ἐκεῖνο πλάι στὸ παράθυρο
νὰ σκέφτεσαι τὸν χρόνο καὶ τὰ σώματα ὅταν γερνοῦν.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι τῆς φαντασίας πράματα ἐδῶ
δὲν ἔχουμε παρὰ μιὰ δυνατὴ καὶ καθαρὴ αἰωνιότητα
ποὺ δὲν κουράζει, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς πονοῦν
τὰ μάτια σου.
Νὰ κλείσω τώρα τὸ παράθυρο
σηκώθηκε ξανὰ ἀέρας.
δὲν μένουμε μέσα στὴν πόλη πιὰ
ἀλλὰ στὸν δρόμο γιὰ τὴ θάλασσα.
Τὰ βράδια μᾶς ἀπασχολοῦν
οἱ διαδρομὲς τοῦ φεγγαριοῦ
τὰ φτερουγίσματα στοὺς λόφους
καὶ τ’ ἄλογα ποὺ κατεβαίνουν στὸν νερόλακκο.
Ἂν τελικὰ ἀποφασίσεις νὰ ’ρθεις
θὰ μοῦ κρατᾶς τὴ νύχτα συντροφιὰ
τώρα ποὺ μπαίνει ο χειμώνας
κι οἱ μεντεσέδες τρίζουν στὸ σκοτάδι.
Θὰ μάθεις νὰ προσεύχεσαι
μὲ δύναμη κι ἀπελπισία
καὶ τὸ παράξενο αὐτὸ συναίσθημα
θὰ συνδυάζεται μὲ τὶς σκληρὲς γραμμὲς τῆς φύσης.
Νὰ φέρεις λίγα ροῦχα καὶ βιβλία
κρατοῦν ἀλλιῶς ἐδῶ τὰ ἴδια·
καὶ μὴν ξεχάσεις τὰ κατάλληλα παπούτσια
γιατί ὁ βάλτος εἶναι πίσω ἀπ’ τὸ σπίτι
καὶ τὸν χειμώνα ἔχουμε πολλὲς βροχές.
Σ’ ἀφήνω τώρα· νὰ προσέχεις,
καὶ σ’ ἀγαπῶ πολὺ τὸ ξέρεις.
Σὲ σκέφτομαι στὸν καναπὲ ἐκεῖνο πλάι στὸ παράθυρο
νὰ σκέφτεσαι τὸν χρόνο καὶ τὰ σώματα ὅταν γερνοῦν.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι τῆς φαντασίας πράματα ἐδῶ
δὲν ἔχουμε παρὰ μιὰ δυνατὴ καὶ καθαρὴ αἰωνιότητα
ποὺ δὲν κουράζει, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς πονοῦν
τὰ μάτια σου.
Νὰ κλείσω τώρα τὸ παράθυρο
σηκώθηκε ξανὰ ἀέρας.