"Ο θόρυβος έχει ένα πλεονέκτημα. Δεν μπορεί κανείς ν' ακούσει τις λέξεις".
Από τα νιάτα του δεν έκανε άλλο απ' το να μιλάει, να γράφει, να δίνει μαθήματα, να επινοεί φράσεις, να ψάχνει φόρμουλες, να τις διορθώνει, έτσι που οι λέξεις δεν είχαν πια τίποτα το ακριβές, που το νόημά τους θόλωνε, που έχαναν το περιεχόμενό τους και δεν έμεναν απ' αυτές παρά ψίχουλα, ανεμοσκορπίσματα, σκόνη, άμμος που κυμάτιζε στο κρανίο του, που του έφερνε πονοκέφαλο, που ήταν η αϋπνία του, η αρρώστια του. Και τότε ένιωσε την ανάγκη, συγκεχυμένα και ασυγκράτητα, μιας τεράστιας μουσικής, ενός θορύβου απόλυτου, ενός ωραίου και χαρούμενου σαματά που θ' αγκάλιαζε θα πλημμύριζε, θα έπνιγε όλα τα πράγματα, όπου για πάντα θα καταποντίζονταν ο πόνος, η ματαιότητα, η κακία των λέξεων. Η μουσική ήταν η άρνηση των φράσεων, ήταν η αντι-λέξη!