Το γόνατο
Σε θυμάμαι, είχες μια μικρή ραγισματιά
Σαν δόκανο και φρέαρ μαζί στο γόνατο
Κι από κει έσταζε όλη η αλλόκοτη οδύνη του μέσα σου
Από κει έτρεχε η φωτιά, όχι το αίμα
Από κει τρεφόσουν, απ’ αυτόν τον μικρό εγχάρακτο λώρο
Σε θυμάμαι, καθόσουν κάτω από μια λαμπερή κερασιά
–μια κερασιά που δεν έκανε σκιά γιατί ήταν διάφανη–
Κάτω από το φως της έσκαβες την τρύπα της πληγής σου
Να πάρει φως; Να την κάνεις βαθύτερη;
Σε θυμάμαι σαν όνειρο κρυμμένο σε ομίχλη
Πεισμωμένο γιατί ποθούσες γαλανό κι ολοκάθαρο ουρανό
Αλλά κατόρθωνες μόνο τον πυρετό και μια θλίψη
–που τη νόθευες κάποτε με συνεσταλμένες ερωτοτροπίες με τη φωτιά–
Και την αγρύπνια γιατί φοβόσουν ότι ο ύπνος θα σε κατάπινε
Σε θυμάμαι να στέκεσαι μπροστά σε μισές σελήνες
–σ’ αυτά τα γυαλιστερά και κοφτερά δρέπανα–
Δεν άρθρωνες ούτε λέξη μπροστά τους
Ντρεπόσουν το μισό φέγγος και την κόψη τους
Τρόμαζες την ομορφιά τους
Κι αν είχες καλοσύνη δε θυμάμαι
Ούτε και το έμαθα ποτέ
Ούτε να την ψελλίσεις ούτε να την τραυλίσεις μπορούσες
Σε θυμάμαι ν’ ακολουθείς τη φωνή σου
Πνιγμένη στα βάθη της
Σε θυμάμαι είχες ένα γόνατο τρύπιο
Κι από κει ανάβλυζε –ανάκατο με το μπερδεμένο αίμα–
Το ρετσίνι της κερασιάς
Σε θυμάμαι, είχες μια μικρή ραγισματιά
Σαν δόκανο και φρέαρ μαζί στο γόνατο
Κι από κει έσταζε όλη η αλλόκοτη οδύνη του μέσα σου
Από κει έτρεχε η φωτιά, όχι το αίμα
Από κει τρεφόσουν, απ’ αυτόν τον μικρό εγχάρακτο λώρο
Σε θυμάμαι, καθόσουν κάτω από μια λαμπερή κερασιά
–μια κερασιά που δεν έκανε σκιά γιατί ήταν διάφανη–
Κάτω από το φως της έσκαβες την τρύπα της πληγής σου
Να πάρει φως; Να την κάνεις βαθύτερη;
Σε θυμάμαι σαν όνειρο κρυμμένο σε ομίχλη
Πεισμωμένο γιατί ποθούσες γαλανό κι ολοκάθαρο ουρανό
Αλλά κατόρθωνες μόνο τον πυρετό και μια θλίψη
–που τη νόθευες κάποτε με συνεσταλμένες ερωτοτροπίες με τη φωτιά–
Και την αγρύπνια γιατί φοβόσουν ότι ο ύπνος θα σε κατάπινε
Σε θυμάμαι να στέκεσαι μπροστά σε μισές σελήνες
–σ’ αυτά τα γυαλιστερά και κοφτερά δρέπανα–
Δεν άρθρωνες ούτε λέξη μπροστά τους
Ντρεπόσουν το μισό φέγγος και την κόψη τους
Τρόμαζες την ομορφιά τους
Κι αν είχες καλοσύνη δε θυμάμαι
Ούτε και το έμαθα ποτέ
Ούτε να την ψελλίσεις ούτε να την τραυλίσεις μπορούσες
Σε θυμάμαι ν’ ακολουθείς τη φωνή σου
Πνιγμένη στα βάθη της
Σε θυμάμαι είχες ένα γόνατο τρύπιο
Κι από κει ανάβλυζε –ανάκατο με το μπερδεμένο αίμα–
Το ρετσίνι της κερασιάς