Είμαι ανεβασμένος σε μια σκάλα
και κοιτώ τον κόσμο
πίσω από το φράχτη.
Σκοπεύω για τους συνανθρώπους μου
τούτης της όχθης
της άλλης να φωτογραφίσω τα μεράκια
ό,τι κινείται δηλαδή με σχετική ζωηράδα:
καΐκια φευγαλέα φώτα γιορτών πλοίων
σεκλέτια αφραγκίες και μεζεκλίκια
ανθρώπους αξεδιάλυτους των μπαρ
τους ίδιους καθώς τρέχουν να κρυφτούν
σε υπόστεγα θυέλλης κηδειών γάμων
πολιτικής αντάρας
κι άλλα
της οπτασίας
της Ιστορίας
τρεχάτα γεγονότα
αλλά πάνω στη σκάλα
σα να τα βλέπω τώρα επί ματαίω
τρέμουν τα γόνατα
και πρέπει να κατέβω
μ΄ένα μονάχα δίλημμα:
ήταν η σκάλα μου ασταθής
ή οι εικόνες άστατες
και δεν φωτογραφίζονται.