Σε λίγο η αίθουσα ερημώθηκε, ησύχασε. Μόνο, πότε πότε, ακουγόταν πάνω στη σκηνή ένα ανεπαίσθητο σούρσιμο ανάμεσα στις κουρτίνες
Τάκης Κουφόπουλος
"Ο ηθοποιός"

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Γκιουλεκιάδα

http://www.stronghold-knights.com/site/album/aubergine/apse.jpg
Πριν κάμποσα χρόνια ο γλωσσολόγος Γεώργιος Μπαμπινιώτης συμπεριέλαβε στην έκδοση ενός λεξικού στο λήμμα «Βούλγαρος» και τη σημασία του οπαδού των ποδοσφαιρικών συλλόγων της Θεσσαλονίκης1. Τούτο ήταν η αφορμή να δεχθεί δριμεία επίθεση από ακραίες εθνικιστικές ομάδες. Στη δημόσια αντιπαράθεση πήρε θέση και ο δημοσιογράφος του εθνικιστικού Ελληνικού Βορρά Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, ο οποίος επέκρινε τον επιστήμονα για την υποτιθέμενη αστοχία του. Ο λεξικογράφος, σύμφωνα με τον επίδοξο γνωμηγήτορα του εθνικιστικού φύλλου, δεν έλαβε υπόψη του τους πιθανούς κινδύνους στους οποίους θα ενέπλεκε το ελληνικό Έθνος με την επιπόλαιη ενέργειά του να συμπεριλάβει στο λεξικό και τη σημασία που έχει μια λέξη στην ιδιόλεκτο των αθλητικών σταδίων2.
   Στο ίδιο λεξικό διαβάζουμε στο λήμμα «κόγχη» τα εξής: «κόγχη: ΓΕΩΛ. κοίλωμα με αμφιθεατρικό και ημικυκλικό σχήμα, που βρίσκεται στην επιφάνεια τού εδάφους και που σχηματίστηκε από τις διαβρωτικές διεργασίες, παγετώνα»3.
   Δεν επιλέξαμε τυχαίως τη λέξη «κόγχη». Ο δημοσιογράφος Κ. Γκιουλέκας τη χρησιμοποιεί τακτικά σε σχόλια που αφορούν στην Ελλάδα και την ιστορία της. Η χώρα παρομοιάζεται με «μικρή κόγχη»: «…όσο υπάρχουν Έλληνες σε τούτη τη μικρή κόγχη της Μεσογείου…»4. Η Ελλάδα είναι κοίλωμα της Μεσογείου; Η μεταφορά ξενίζει, αλλά δεν έχει γίνει από παραδρομή.
   Η λέξη κόγχη χρησιμοποιείται συχνά για να καταδειχθεί η δυσαναλογία ανάμεσα στη στενότητα του ιστορικού γεωγραφικού χώρου και το υποτιθέμενο διαχρονικό μεγαλείο των κατοίκων της: «...δεν σημαίνει ότι έπαψαν να κατοικούν σε τούτη την βραχώδη κόγχη της Βαλκανικής Έλληνες, όπως και εκείνοι οι παλαιοί…»5. Και είναι το αιώνιο φυλετικό ποιόν των κατοίκων της, το οποίο προσδίδει στη «χώρα-κόγχη» διαστάσεις θρύλου: «...όσο ζει αυτή η φυλή, που κατοικεί στη θρυλική τούτη κόγχη της Μεσογείου…»6. Η σπουδαιότητά της επιβεβαιώνεται διαρκώς από την εποχή του μύθου έως τη σημερινή των δύο κατόχων του βραβείου Νόμπελ στην ποίηση, οι οποίοι αποτελούν και τη σύγχρονη απόδειξη «ότι σε τούτη την κακοτράχαλη κόγχη της Μεσογείου καίει άσβεστη του Προμηθέα η δάδα και αναπαράγεται, επί 4.000 χρόνια, η ίδια φυλή, το ίδιο Γένος»7. Έτσι, «...σε τούτη τη μικρή αυτή κόγχη της Μεσογείου...»8 αναμετριόμαστε με τις «...χιλιετηρίδες της ζωής του ελληνικού Έθνους…»9. Η «κόγχη» φαίνεται ότι αποτελεί το δοκιμαστικό σωλήνα για τη βιολογική διαιώνιση της σπάνιας φυλής των Ελλήνων. Το Λεξικό του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, ωστόσο, επιμένει, ότι «κόγχη» σημαίνει κοίλωμα. Ένας μικρός χηραμός η Ελλάδα στο χώρο της Μεσογείου;10
   Παρότι ο δημοσιογράφος στη διαμάχη για το λήμμα «Βούλγαρος» δε δίστασε να προτρέψει τον γλωσσολόγο να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και να προτάξει το υποτιθέμενο εθνικό συμφέρον έναντι του επιστημονικού ενδιαφέροντος, ο ίδιος διατηρεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να αποφαίνεται και για την κακή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, κατά την κρίση του, η ελληνική γλώσσα και, πέραν τούτου, να προειδοποιεί ακόμη και για τους «κινδύνους» που την περιβάλλουν11.
   Έτσι, ενώ ασχολείται με διάφορα «ιδιώματα» της καθημερινότητας, διαπιστώνει και αυτός —όπως και άλλοι «κινδυνολόγοι»— τη «γνωστή πενία λεξιλογίου, που μαστίζει τους νεοέλληνες»12! Φαίνεται δε, πως ενοχλείται σφόδρα από το γεγονός, ότι «έχουμε καταντήσει να χρησιμοποιούμε και να συνεννοούμαστε μόνο με 500-600 λέξεις στην καθημερινή ζωή μας» και εξανίσταται γιατί ενώ οι ξένοι μαθαίνουν ελληνικά, εμείς «ξεχνάμε τη γλώσσα μας και το χειρότερο, τη νοθεύουμε με σολικισμούς και δανεισμούς ξένων λέξεων»13.
   Ο μύστης της ελληνικής γράφει λανθασμένα τη λέξη σολοικισμός14. Αλλά και γενικώς, ο συγκεκριμένος τιμητής της εθνικής μας λεξιπενίας, έχει προβλήματα με τον χειρισμό της γλώσσας. Δεν γράφει απλώς πρόχειρα, αλλά κακοποιεί διαρκώς την ελληνική. Η γραφή του είναι ρηχή, χωρίς συνοχή, με σωρεία ασυναρτησιών και ασυνταξιών, ενώ της λείπει το προσωπικό ύφος. Πολλές φορές η κατάσταση γίνεται αφόρητη για τον αναγνώστη, εξαιτίας της αδυναμίας του συντάκτη να διατυπώσει ορθώς μια ολοκληρωμένη πρόταση. Γραφή ανομοιογενής, προφανώς απόρροια ακουσμάτων, αποστηθίσεων και ετερογενών επιδράσεων σε σχεδόν ακατέργαστη μορφή, που συνθέτουν ένα μιξοβάρβαρο ύφος βουτηγμένο στους σολοικισμούς. Τούτο πέραν της γλωσσικής υστέρησης προδίδει και κάποια διανοητική αδυναμία του συντάκτη σε σχέση με τα θέματα που πραγματεύεται. Από εδώ προέρχεται, σε μεγάλο βαθμό, και η σολοικία15. Ο Κ. Γκιουλέκας φαίνεται πως ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των δημοσιογράφων που στερούνται ικανοτήτων στον γραπτό λόγο16.
Περιοδικό "'Ενεκεν" τ.χ. 18