Παλαιότερα τη διακόσμηση του κειμένου δεν την αναλάμβαναν, όπως γίνεται σήμερα, γραφιστικά γραφεία (μακετίστες), αλλά φίλοι, του συγγραφέα ή του εκδότη, εικαστικοί καλλιτέχνες. Ο Κεφαλληνός, ο Μόραλης, ο Καλμούχος, ο Δαγκλής, ο Τσίζεκ κ.ά. παρόμοιοι γνώριζαν τον συγγραφέα και τη δουλειά του και υποσημείωναν με σεβασμό και διακριτικότητα άδηλες πλευρές του έργου που καλούνταν να φιλοτεχνήσουν. Η κατάλληλη γραμματοσειρά, το προσήκον μέγεθος των τυπογραφικών στοιχείων, η αρμόζουσα θέση τους με βάση τη χρυσή τομή και το τετράγωνο της αρμονίας δημιουργούσαν ένα άκρως καλαίσθητο αποτέλεσμα, χωρίς να είναι -τις περισσότερες φορές- απαραίτητο ούτε καν το ελάχιστο σχέδιο-κόσμημα. Με το τσουνάμι της υπερκατανάλωσης και υπεραφθονίας και στον χώρο του βιβλίου, με τους άπειρους εκδότες, συγγραφείς, διακοσμητές κ.λπ., αυτό που κατά κανόνα γίνεται είναι η εικονογράφηση του τίτλου. Ετσι, για παράδειγμα, στον Ηρωα της Γάνδης του Νίκου Καχτίτση, στη β' έκδοση, το εξώφυλλο καθ' ολοκληρίαν κατελήφθη από φωτογραφία της Γάνδης του Βελγίου, ενώ αν ο μακετίστας διέτρεχε διαγωνίως το κείμενο θα αντιλαμβανόταν ότι ο Καχτίτσης περιέγραφε τη γενέτειρά του - τον Πύργο της Ηλείας. Στην προηγούμενη έκδοση από τη στιγμή, το εξώφυλλο κοσμούσε φθαρμένη πόρτα ελληνικού νεοκλασικού, ζωγραφισμένη με δεξιοτεχνία από τον ζωγράφο Σωτήρη Σόρογκα, όπου στο σπασμένο τζαμωτό έχασκε ένα καταλυτικό μαύρο. Ξεχωριστό παράδειγμα-υπόδειγμα αποτελεί η εγκάρδια συνεργασία Ε.Χ. Γονατά - Αλέξη Ακριθάκη. Σε όλα τα βιβλία του Γονατά που εκδώσαμε, τα εξώφυλλα και τα μετρημένα σχέδια του εσωτερικού τα μαστόρεψε ο Αλέξης. Γνώριζε με πάσα λεπτομέρεια τις μονομανίες του Νώντα, το ύφος, τα σύμβολα, τις διαχρονικές αγάπες του και στόλιζε με παραπληρωματικό τρόπο τα κείμενα. Χαρτιά, σχέδια, γραμματοσειρές, αποστάσεις, κενά, στόχο τους είχαν να κάνουν ευανάγνωστο το περιεχόμενο. Οδοδείκτες της ουσίας και όχι απλοϊκή εξεικόνιση τύπου «κλασικών εικονογραφημένων».
Βεβαίως είναι κατανοητό ότι ο επαγγελματίας μακετίστας και να το ήθελε δεν θα το μπορούσε να ξοδέψει άφθονο απλήρωτο χρόνο για να διαβάσει με προσοχή και κριτική επάρκεια το κάθε βιβλίο που καλείται από τον εκδότη να εικονογραφήσει. Καθώς μάλιστα τα γραφεία αυτά («δημιουργικά» τα λένε) είναι λίγα και αναγνωρίσιμα ως προς το ύφος τους, όλα και όλοι πανομοιοτύπως αναπαράγονται. Καταργούνται έτσι οι διακρίσεις μεταξύ εκδοτών, συγγραφέων, ειδών και εποχών. Οι φωτογραφίες των συγγραφέων, αδιευκρίνιστης συχνά ηλικίας, η ξαπλωμένη γυμνή οδαλίσκη του Μοντιλιάνι, η Ολυμπία του Μανέ κ.λπ. -κατάχρηση πασίγνωστων έργων διάσημων ζωγράφων, άσχετων με το θέμα του βιβλίου-, τα εντυπωσιακά, επιθετικά φωβ χρώματα κ.ά., καταλαμβάνουν όλο το πλάτος και το ύψος του χαρτιού, σκεπάζοντας τίτλο και όνομα συγγραφέα. Κοιτάξτε την ιδεολογική-αισθητική διαφορά των εξωφύλλων του ΜΙΕΤ της πρώτης περιόδου, με τα κομψά τυπογραφικά στοιχεία και τα θαυμάσιας ποιότητας και ποικιλίας χρωμάτων χαρτιά Fabriano-Ingres, με τα εικονογραφικά σημερινά. Ενώ, λοιπόν, όλα αυτά γίνονται τώρα με στόχο να καθηλώσουν το βλέμμα του αγοραστή, εκτοπίζοντας από το οπτικό του πεδίο, στη βιτρίνα ή στον πάγκο του βιβλιοπωλείου, τα συναφή, εντέλει η γενικευμένη ομοιομορφία δημιουργεί σύγχυση και αδιαχώρητο.
Μερικοί εκδότες -νέοι κυρίως- άρχισαν αυτό να το αντιλαμβάνονται και διαβλέπω κάποια προσπάθεια διαφοροποίησης. Για να γίνει όμως τούτο με συνέπεια και ευρηματικότητα χρειάζεται εξάσκηση σε περιώνυμους μαστόρους του παρελθόντος. Τα βιβλία του Σκαζίκη (Αλφα), του Γαλλικού Ινστιτούτου, του Τσίζεκ (Διαγώνιος), του Φιλιππόβλαχου (Κείμενα), του Γεωργιάδη (Λέσχη), του Ικαρου της παλαιάς εποχής, επιμελημένα με περισσή φροντίδα από τον γοητευτικό ευπατρίδη των γραμμάτων μας Παναγιώτη Μέρμηγκα, του Γκοβόστη, με τη σφραγίδα του διορθωτή-επιμελητή Γιάννη Ρίτσου κ.λπ., μπορούν να αποτελέσουν ικανό ερέθισμα για σημερινές, πρωτότυπες λύσεις και πετυχημένες διασταυρώσεις.
Αυτό άλλωστε απαιτεί η παράδοση - την ένταξη του καινούριου στην αλυσίδα του παλιού και όχι τις μοντερνιές των αδαών.
Δυστυχώς όμως, το βιβλίο δεν είναι πια πνευματικό προϊόν αλλά εμπορικό είδος-χυλός για άμεση κατάποση, διακινούμενο στα περίπτερα, τα φαστφουντάδικα και τα σουπερμάρκετ. Οι κανόνες της αγοράς και οι απαιτήσεις της κυριάρχησαν και σ' αυτόν τον χώρο, που ανέκαθεν προορισμό του είχε την αντίσταση σε κάθε είδους δουλείες και παντοειδείς χρεοκοπίες.
Η «Στιγμή» συνιστά ιστορικό εκδοτικό οίκο που δημιουργήθηκε πριν από είκοσι επτά χρόνια. Τα βιβλία της αριθμούν γύρω στους τριακόσιους τίτλους. Στους συγγραφείς της συγκαταλέγονται ορισμένοι από τους σημαντικότερους πεζογράφους, ποιητές, μεταφραστές, φιλολόγους και δοκιμιογράφους των ελληνικών γραμμάτων. Κι ο δημιουργός της, Αιμίλιος Καλιακάτσος, αποτελεί έναν από τους σοφούς τεχνίτες της παραδοσιακής τυπογραφίας που εργάστηκε μεθοδικά για τη μετακένωση των παλαιών της μυστικών στις νέες τεχνολογίες. Στις εκδόσεις «Στιγμή» είδαν το φως για πρώτη φορά βιβλία όπως η συγκεντρωτική έκδοση της ποίησης του Μανόλη Αναγνωστάκη (1941-1971) και ποιητικές συλλογές της Κικής Δημουλά, πεζογραφία του Ε. Χ. Γονατά, του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, του Θανάση Βαλτινού, του Αριστείδη Αντονά και του Νίκου Καχτίτση, μελέτες και δοκίμια του Στυλιανού Αλεξίου, του Νάσου Βαγενά, του Παν. Μουλλά, του Παναγιώτη Κονδύλη και του Γιάννη Δάλλα, μερικές από τις πρώτες ραψωδίες της «Οδύσσειας» σε μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη, καθώς και μεταφραστική εργασία από τα αρχαία ελληνικά του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου και του Νίκου Χ. Χουρμουζιάδη. Πρόκειται για έναν σύμπαν που περιλαμβάνει ιδιόρρυθμους στυλίστες της γραφής, τελειοθήρες του ύφους, αθόρυβους αλλά παθιασμένους μελετητές, άοκνους και εμπνευσμένους φιλολόγους, πρόκειται για έναν θύλακα, για μια νησίδα, για μια κοινότητα που εργάζεται και ζει παράλληλα προς το τέλμα της νωθρότητας και της ιδιοτέλειας, το οποίο παρά τις αντιστάσεις που προβάλλονται, φαίνεται πως τελικώς, αργά αλλά σταθερά, μας καταπίνει.
Το στίγμα των εκδόσεων «Στιγμή» το δίνει ο κομψός υπ’ αριθμόν 24 «Κατάλογος» (Νοέμβριος 2009, σελ. 112, εξώφ. Εύης Τσακνιά). Αν και οπτικά παραπέμπει στις παλαιές μονοτυπικές εκδόσεις των φημισμένων τυπογραφείων της Αθήνας, ο μικρός αυτός τόμος δημιουργήθηκε με τα εργαλεία της νέας τεχνολογίας. «Τα πέντε τελευταία χρόνια», γράφει ο Αιμίλιος Καλιακάτσος σε κείμενο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα «Ποιείν», «για λόγους ανεξάρτητους της διάθεσής μας, μαστορεύουμε τα βιβλία μας με υπολογιστή, τυπωμένα στην όφσετ, και βιβλιοδετημένα όχι, βέβαια, στη θερμοκολλητική αλλά με «ατλακόλ» στο χέρι. Μεταφέραμε αποθησαυρισμένη πείρα 500 και πλέον χρόνων (το πρώτο καθ’ ολοκληρίαν ελληνικό βιβλίο τυπώθηκε το 1476), σε εργαλεία σύγχρονα με άπειρες δυνατότητες. Δυνατότητες που δεν τις είχε ούτε κατά διάνοια η παλαιά τέχνη του βιβλίου. Κερδίσαμε πολλά, αλλά και με κάποιο τίμημα. Η σημαντικότερη απώλεια είναι η χαμένη αναγλυφικότητα της σελίδας, λόγω της πίεσης της εκτύπωσης με τον παραδοσιακό τρόπο στο πιεστήριο. Τα λεπταίσθητα χέρια και τα εξασκημένα μάτια το διακρίνουν».
Στα περιεχόμενα του «Καταλόγου» περιλαμβάνονται τρία αθησαύριστα σημαντικά κείμενα της ελληνικής επιστολογραφίας: δύο γράμματα του Ε. Χ. Γονατά στον Νίκο Εγγονόπουλο (1976) και στον Νίκο Καχτίτση (1963) και ένα γράμμα του Νίκου Καχτίτση στον Ε. Χ. Γονατά (1962). Κείμενα με παθιασμένη εκδήλωση θαυμασμού για την τέχνη, προορισμένα να διαβαστούν κατ’ αποκλειστικότητα από τους παραλήπτες τους. Πόσο, όμως, μεγάλη προσοχή στην έκφραση, πόση παιγνιώδης διάθεση, και πόση ειρωνεία στην επιλογή της λέξης! Γράφει ο Νίκος Καχτίτσης στον Ε. Χ. Γονατά για το αφήγημα «Ο ταξιδιώτης» (1945) με το οποίο ο δεύτερος πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα: «Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να πω κάτι: απορώ με την αναλγησία σας να θέλετε να μιλάτε με τέτοια περιφρόνηση για ένα τέτοιο μικρό αριστουργηματάκι, που με έκανε έξω φρενών από την ευχαρίστηση. Είναι ένα διαμαντάκι, που θυμίζει, από πολλές ενδείξεις, τα νεανικά σκιρτήματα των Ντοστογιέφσκι, Πούσκιν». Ο «Κατάλογος» δημοσιεύει επίσης την έμμετρη ριμάδα «Ιστορία (διά στίχων απλών περιλαμβάνουσα) τον βίο και τας πράξεις του άρχοντος και σπαθαρίου Σταυράκη» την οποία αναφέρει ο Ε. Χ. Γονατάς στον Ν. Εγγονόπουλο. Πρόκειται για τον περιπετειώδη βίο του Γεωργίου Σταυράκη ή Σταυράκογλου, μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του 18ου αιώνα, ο οποίος λόγω κατάχρησης των τεράστιων εξουσιών που απέκτησε, περιέπεσε σε δυσμένεια και απαγχονίσθηκε το 1765 (επιμ. Κώστας Γ. Τσικνάκης). Ο «Κατάλογος» δημοσιεύει ακόμα μεταφραστικά αποσπάσματα της ομηρικής Οδύσσειας από τον Στυλιανό Αλεξίου, ποίηση της Μαρίας Μπαλοπούλου και της Μαρίας Υψηλάντη μαζί με μεταφραστικές δοκιμές (Ρεμπώ, Βιγιόν, Γουρσενάρ). Δημοσιεύει τέλος έναν από τους μανιχαϊκούς ψαλμούς του 3ου αιώνα που ανακαλύφθηκε στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, σε μετάφραση Παύλου Καλλιγά. Είναι ένας κατάλογος αντάξιος της ποιότητας του εκδοτικού οίκου.
Ελισάβετ Kοτζιά, Το στίγμα της «Στιγμής»