Η φιλαναγνωσία είναι ένα χαρακτηριστικό που σιγά σιγά εγκαταλείπει τις νεότερες γενιές. Αν και η σχέση των νέων με τη λογοτεχνία δεν είναι υπόθεση αποκλειστικά του σχολείου, οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στα βιβλία και τη διδασκαλία της γλώσσας και της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα στη βασική υποχρεωτική εκπαίδευση σε συνδυασμό φυσικά με συνολικότερες αλλαγές στον τρόπο ζωής (κυριαρχία της τηλεόρασης, γενίκευση της χρήσης υπολογιστών κ.ά.) φαίνεται ότι συμβάλλουν ώστε οι νέες γενιές να απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον έντυπο λόγο, την ανάγνωση, τη λογοτεχνία.
Η πραγματικά κακή σχέση των νέων γενεών με τη λογοτεχνία και την ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων επιβεβαιώνεται και από μια πρόσφατη έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, σε μαθητές γυμνασίων και φιλολόγους. Η πανελλαδική έρευνα αφορά στο μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο και επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας ήταν η Χριστίνα Αργυροπούλου, επίτιμη σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. Για τις ανάγκες της έρευνας, συγκεντρώθηκαν συνολικά 28.049 ερωτηματολόγια, εκ των οποίων 2.803 από τους φιλολόγους και 25.246 από τους μαθητές. Η αποστολή και η συγκέντρωση των ερωτηματολογίων άρχισε το 2004 και έληξε το 2006. Η αποκωδικοποίηση και η ερμηνεία των δεδομένων, ολοκληρώθηκε το 2008.
Μόλις το 25% των μαθητών διαβάζουν εξωσχολικά λογοτεχνικά βιβλία
Στο ερώτημα «διαβάζεις εξωσχολικά λογοτεχνικά βιβλία;» οι μαθητές απάντησαν σε ποσοστό 75% «λίγο» ή «καθόλου», ενώ οι θετικές απαντήσεις στο ίδιο ερώτημα («πολύ») συγκέντρωσαν ποσοστό μόλις 25%!
Οι συντάκτες της έρευνας, που σκοπό έχουν βέβαια να ερευνήσουν τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο γυμνάσιο, επισημαίνουν από αυτή την πρώτη ερώτηση ότι «η φιλαναγνωσία των μαθητών συνδέεται και με το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας, την περιοχή διαμονής και την κοινωνική τάξη». Σύμφωνα με τις μετρήσεις της έρευνας, οι μαθητές αστικών περιοχών διαβάζουν περισσότερα εξωσχολικά λογοτεχνικά βιβλία σε σχέση με τους μαθητές εργατικών (διαφορά 6%) και αγροτικών περιοχών (διαφορά 4,92%).
Διαφοροποίηση σημειώνεται και με βάση το φύλο, αφού τα κορίτσια εμφανίζονται να απαντούν θετικά στην ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων κατά 32,94%, ενώ τα αγόρια απαντούν θετικά μόλις κατά 17,64%.
Το ενδιαφέρον για την ανάγνωση εξωσχολικών λογοτεχνικών βιβλίων φαίνεται ότι μειώνεται ευδιάκριτα από τάξη σε τάξη. Συγκεκριμένα, οι μαθητές της Α' Γυμνασίου απάντησαν ότι διαβάζουν «πολύ» σε ποσοστό 29,67% και «καθόλου» σε ποσοστό 12,90%. Οι απόλυτα θετικές απαντήσεις μειώνονται στους μαθητές της Β' Γυμνασίου στο 24,26% και αυξάνονται στην ίδια τάξη οι απόλυτα αρνητικές απαντήσεις στο 17,11%. Αντίστοιχα στη Γ' Γυμνασίου μειώνονται κι άλλο οι θετικές απαντήσεις και πέφτουν στο 20,89% και αυξάνονται οι αρνητικές στο 22,60%. Και στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου πάντως, η πολυπληθέστερη κατηγορία (πάνω από 55%) είναι οι μαθητές που στο ερώτημα αν διαβάζουν εξωσχολικά βιβλία απαντούν «λίγο».
Η έρευνα επιχειρεί και μια κατανομή των απαντήσεων των μαθητών ανά γεωγραφική περιφέρεια, όπου το υψηλότερο ποσοστό θετικών απαντήσεων συγκεντρώνεται στην Ηπειρο (28,19%) με τις περιφέρειες της Πελοποννήσου (26,99%), της Θεσσαλίας (26,91%) και Αττικής (26,77%) να ακολουθούν, ενώ τα μικρότερα ποσοστά θετικών απαντήσεων συγκεντρώνονται στην περιφέρεια νοτίου Αιγαίου (21,85%) και Στερεάς Ελλάδας (22,96%).
Κυριαρχία της εικόνας και της πληροφορίας
Η έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου συνεχίζεται με άλλες 22 ερωτήσεις που αφορούν τόσο στα σχολικά βιβλία της λογοτεχνίας όσο και στη διδασκαλία του μαθήματος. Στην πλειοψηφία τους, οι μαθητές δηλώνουν ότι βρίσκουν τα κείμενα και τις ερωτήσεις των σχολικών βιβλίων κατανοητά, δηλώνουν ικανοποιημένοι από την εικονογράφηση των βιβλίων και για τη δυνατότητα συμμετοχής τους στο μάθημα, ενώ... «διψούν» για όποιες προτάσεις γίνονται από το ερωτηματολόγιο και τους φαίνονται ότι θα «εμπλουτίσουν» το μάθημα της λογοτεχνίας. Για παράδειγμα, απαντούν θετικά στην πρόταση να εμπλουτιστούν τα βιογραφικά σημειώματα των συγγραφέων των κειμένων που διδάσκονται με πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά της γραφής του κάθε συγγραφέα, ενώ θετικές είναι οι απαντήσεις στην πρόταση δημιουργίας «λογοτεχνικών εργαστηρίων» στα σχολεία ή στην πρόταση να ακούν μελοποιημένα στην τάξη τα ποιήματα που διδάσκονται.
Η κυριαρχία της εικόνας και της έτοιμης γρήγορης πληροφορίας, ξεπηδά από τις απαντήσεις των μαθητών σε δύο συγκεκριμένες ερωτήσεις της έρευνας: «Κατανοείς περισσότερο ένα λογοτεχνικό έργο που έχεις δει στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο;», λέει το ερωτηματολόγιο και οι μαθητές απαντούν «ναι» σε ποσοστό 65%. Και παρακάτω: «Θα προτιμούσες να εμπλουτισθεί το μάθημα της Λογοτεχνίας με τεχνολογικά μέσα (video, CD-Rom);» προτείνει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και οι μαθητές απαντούν «ναι» σε ποσοστό 78%!
Βέβαια, σε ανάλογες προτάσεις για... «ελκυστικότερα» βιβλία και μαθήματα έχουν στηριχτεί οι όποιες αλλαγές έχουν γίνει στην εκπαίδευση (και στη διδασκαλία της λογοτεχνίας) τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια, αλλά η σχέση των μαθητών με το βιβλίο και με τη λογοτεχνία δυσχεραίνει από γενιά σε γενιά. Τα βιβλία, για παράδειγμα, έγιναν «ελκυστικότερα» πριν κάποιες δεκαετίες όταν εμπλουτίστηκαν με εικόνες, έγιναν «ελκυστικότερα» όταν μίκρυναν τα αποσπάσματα των κειμένων που διδάσκονταν, έγιναν «ελκυστικότερα» όταν εμπλουτίστηκαν με πιο σύγχρονα λογοτεχνικά κείμενα σε βάρος πιο κλασικών... Φυσικά, σε τίποτα δε βελτιώθηκε (αντίθετα χειροτέρεψε η σχέση των νέων με το διάβασμα και τη λογοτεχνία, αν συνυπολογιστεί η σημαντική μείωση του αναλφαβητισμού την ίδια περίοδο). Εσχάτως, θεωρήθηκε «ελκυστικότερο» να εμπλουτιστούν τα βιβλία του δημοτικού με συνταγές μαγειρικής, μικρές αγγελίες και κωδικοποιημένα κείμενα ιστοσελίδων! Και κάπως έτσι, σιγά σιγά, οι μικροί μαθητές μπορεί να πανηγυρίζουν και να παίζουν με video και CD-Rom, αλλά είναι αμφίβολο αν θα μαθαίνουν στο σχολείο τους μεγάλους ποιητές...
alfavitaΗ ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας μπορεί να προσφέρει χαρά και απόλαυση στον αναγνώστη.
Ωστόσο, η αγάπη για το βιβλίο δεν μεταδίδεται κληρονομικά ούτε αποτελεί μια έμφυτη λειτουργία. Αντίθετα, αποκτάται μέσω μιας μακροχρόνιας και συστηματικής παιδείας που δεν έχει καταναγκαστικό και υποχρεωτικό χαρακτήρα και καλλιεργείται από τη μικρή ηλικία, από τους πρώτους μήνες της ζωής ενός παιδιού, κυρίως, με το παράδειγμα των γονιών και αργότερα με το σχολείο, τον δάσκαλος, τις παιδικές και σχολικές βιβλιοθήκες, τις εκθέσεις λογοτεχνικών βιβλίων, τις εφημερίδες και τα περιοδικά, τις εκδηλώσεις για το βιβλίο και τις δημιουργικές εργασίες των μαθητών.
Πολύ σημαντικός ο ρόλος του δασκάλου, καθώς είναι ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στο βιβλίο και τον μαθητή, αλλά και η σωστή οργάνωση και λειτουργία της σχολικής βιβλιοθήκης-ένας θεσμός που στην Ελλάδα συστηματικά υπολειτουργεί. (τι τραγικό
Ο ρόλος της σχολικής βιβλιοθήκης πολλαπλός και ισοσταθμικός. Δίνει την ευκαιρία σε όλα τα παιδιά ανεξάρτητα από φύλο, ηλικία, μορφωτικό επίπεδο, να έρθουν σε επαφή με τη γνώση και να γνωρίσουν το βιβλίο. Επίσης, βοηθά το σχολείο να παρέμβει αντισταθμιστικά στο ζήτημα των οικονομικών και μορφωτικών όρων που περιορίζουν τις ευκαιρίες των παιδιών από μη προνομιούχα κοινωνικά περιβάλλοντα να έρχονται σε επαφή με ποικιλία λογοτεχνικών βιβλίων.