Το ταξίδι (Die Reise) Αναχώρηση για τη Γερμανία, Θεσσαλονίκη 1963.
Έλληνες μετανάστες, 1960. Χαμόγελα επιβίωσης, βλέμματα γεμάτα «ανορθόγραφη» νοσταλγία για την πατρίδα. Ασπρόμαυρο «γράμμα από τη Γερμανία» σαν παλιά ελληνική ταινία. Ένθερμοι, σεμνοί, αθώοι και αξιοπρεπείς. Καλλιέργησαν την πατρίδα τους σαν βασιλικό μέσα σε τενεκεδένιο γλαστράκι, γέμισαν κάρβουνο και σαπουνάδες από λάντζα, ντύθηκαν να φωτογραφηθούν με τα καλά τους, στριμώχτηκαν σε τρένα, έκαναν οικογένειες – άλλοι γύρισαν, άλλοι ρίζωσαν εκεί.
Ελλάδα, 2010. Τώρα που 7 στους 10 νέους πτυχιούχους σκέφτονται πώς θα καταφέρουν να φύγουν για πάντα από τη χώρα (4 στους 10 έχουν ήδη ξεκινήσει ενέργειες μετανάστευσης, σύμφωνα με στοιχεία της Κάπα Research), σε μια αίθουσα της πόλης παίζεται ένα έργο από τα παλιά. Πριν 50 χρόνια, το Γερμανο-Ελληνικό Σύμφωνο Προσέλκυσης Εργατών έκανε χιλιάδες Έλληνες να μεταναστεύσουν στη Γερμανία, κυνηγώντας ένα καλύτερο αύριο. Σήμερα, μετά από μια ολόκληρη ζωή, οι φωτογραφίες τους αναρτώνται στο Ινστιτούτο Goethe.
Τίτλος της έκθεσης, «Οικεία ξενιτιά». Η πορεία των Ελλήνων μεταναστών από τα καπνοχώραφα στη γερμανική βιομηχανία, από τη μεγάλη ελληνική οικογένεια στη μοναξιά των εργατικών εστιών και από τις συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές αποχαιρετισμού στη σταδιακή εγκατάσταση στη «δεύτερη πατρίδα». Φωτογραφίες από το Αρχείο του Κέντρου Τεκμηρίωσης και Μουσείου Μετανάστευσης στη Γερμανία που με την αλήθεια, την αθωότητα και τη σκληρή τους πραγματικότητα σε κάνουν να νιώθεις ότι είμαστε όλοι μετανάστες.
Athensvoice, 7/10/2010
Athensvoice, 7/10/2010
«Μπαίναµε σε οµάδες στο ασανσέρ και αυτό το γιγάντιο σιδερένιο κλουβί ορµούσε µε µεγάλη ταχύτητα στα βάθη της γης. “Ξέχνα τον ήλιο, για µας υπάρχουν πλέον µόνο τα βάθη της γης, η σκόνη και η υγρασία”, είπα στον φίλο µου. Όταν βγήκαµε, ήµαστε εξαντληµένοι από την κούραση, αλλά και ευχαριστηµένοι που επιστρέψαµε στο φως, στη ζωή. Κατάµαυροι από το κάρβουνο δεν µπορούσαµε να αναγνωρίσουµε ο ένας τον άλλο», περιγράφει ο Σωτήρης Περετζούκας που εργαζόταν στα ανθρακωρυχεία του Άαχεν.
Η μετανάστευση αποτελεί ένα φαινόμενο της ανθρώπινης ζωής. Από παλιά, ο άνθρωπος μετακινείται από τόπο σε τόπο αναζητώντας καλύτερους τρόπους επιβίωσης. Υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις για προϊστορικές μετακινήσεις στην Κίνα και την Ευρώπη. Οι προϊστορικοί άνθρωποι προτιμούσαν να μετακινηθούν πηγαίνοντας από παραθαλάσσια μέρη αντί να τα διασχίσουν ή προτιμούσαν ν’ ακολουθήσουν τις όχθες των ποταμών περνώντας μέσα από κοιλάδες.
Η μετανάστευση από απόψεως κατοίκων, γλώσσας και εθνικής ταυτότητας έχει αλλάξει ριζικά την σύνθεση ολόκληρων χωρών και ηπείρων. Έτσι, μετά από 400 χρόνια η Αμερική, η Αυστραλία, η Ωκεανία, το Βόρειο ήμισυ της Ασίας και μερικά μέρη της Αφρικής κατακτήθηκαν από τους λευκούς. Στην νέα της μορφή η μετανάστευση, που γίνεται κυρίως για οικονομικούς λόγους, εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη με την έναρξη της εκβιομηχάνισης στις πιο προηγμένες χώρες. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα πάνω από 100 εκατομ. άτομα μετανάστευσαν από την μια χώρα στην άλλη. Μεγάλη μεταναστευτική κίνηση παρατηρείται κυρίως, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου καθώς, πολλές χιλιάδες ανθρώπων μετακινούνται στον Νέο Κόσμο με τις απέραντες εκτάσεις εύφορης γης και την αλματώδη βιομηχανική ανάπτυξη που απαιτεί πολλά εργατικά χέρια. Η Ελλάδα υπήρξε από τις χώρες που πρόσφερε στις Η.Π.Α το περισσότερο δυναμικό της καθώς, από το 1900 έως το 1921 μετανάστευσαν συνολικά 384.00 άτομα. Η υπερπόντια αυτή μεταναστευτική δύναμη αναχαιτίστηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με τα περιοριστικά μέτρα που έλαβε για να εμποδίσει την εισρροή και άλλων ξένων μεταναστών, η κυβέρνηση των Η.Π.Α το 1920.
Τα κενά που δημιούργησε όμως η υπερπόντια αυτή μετανάστευση ήλθε να καλύψει, στην Ελλάδα, ο πληθυσμός που μετακινήθηκε με την Μικρασιατική καταστροφή. Συνολικά την περίοδο αυτή επέστρεψαν στην χώρα πάνω από 1.300.000 πρόσφυγες. Στην αναχαίτιση του υπερπόντιου αυτού μεταναστευτικού ρεύματος συνετέλεσε πολύ με τις καταστρεπτικές του συνέπειες, ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Από το 1950 αρχίζει έτσι πάλι, η μετακίνηση κυρίως, προς την Αμερική, την Αυστραλία και τον Καναδά, λόγω της υποαπασχόλησης και της ανεργίας στην χώρα πολλών Ελλήνων. Θεωρείται ότι μόνο στο διάστημα 1953 – 1964 μετανάστευσαν σε υπερπόντιες χώρες 250.00 Έλληνες.
Πολλά δυτικό – Ευρωπαϊκά κράτη που αποκαταστάθηκαν κοινωνικά, μετά τις ζημιές του πολέμου, και αύξησαν ραγδαία την οικονομία τους, απορρόφησαν όχι μόνο το δικό τους εργατικό δυναμικό, αλλά δημιούργησαν ανάγκες για ξένα εργατικά χέρια. Τα κράτη αυτά προσέλκυσαν έτσι, πολλούς Έλληνες όχι μόνο για τα ημερομίσθια που ήταν αρκετά υψηλά, αλλά και γιατί βρίσκονταν πιο κοντά στην πατρίδα και με τι συχνότερες επισκέψεις μετριαζόταν η νοσταλγία των ξενιτεμένων ενώ η μετακίνηση τους στοίχιζε λιγότερο. Η Γαλλία υπήρξε η πρώτη χώρα που ενδιαφέρθηκε για Έλληνες εργαζόμενους και υπέγραψε με την χώρα μας ειδικές μεταναστευτικές συμβάσεις που κατοχύρωναν τα δικαιώματα των μεταναστών και της οικογένειας τους που άφηναν φεύγοντας. Παρόμοιες μεταναστευτικές συμβάσεις έγιναν αργότερα, στο Βέλγιο, την Γερμανία και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η μεγαλύτερη όμως απορρόφηση του ελληνικού εργατικού δυναμικού έγινε από την Γερμανία. Γενικά, σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, από το 1995 και μετά μετανάστευσαν στην Ευρώπη πάνω από 750.000 άτομα, το 80% των οποίων εγκαταστάθηκαν στην Δ. Γερμανία και το 4% στην Ιταλία ενώ, ένα πολύ μικρό αριθμό συγκέντρωσαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η μεγαλύτερη όμως μεταναστευτική κίνηση προς την Ευρώπη παρατηρείται στις περιόδους 1962 – 1965 και 1969 – 1970. Μετά το 1970 αρχίζει κάποια βαθμιαία κάμψη και παρατηρείται αντίθετα ανάμεσα στους Έλληνες μετανάστες μια τάση επιστροφής στην πατρίδα. Το φαινόμενο αυτό μερικώς, ερμηνεύεται από το γεγονός ότι ο ρυθμός ανάπτυξης στις χώρες υποδοχής υποχώρησε και η οικονομική κατάσταση των χωρών αποστολής, όπως η Ελλάδα, βελτιώθηκε σημαντικά ευνοώντας τον επαναπατρισμό.
“Όταν ήρθα να δουλέψω στη Φίλιπς, είχα κάτι μάτια να! Και επειδή είχα τόσο καλά μάτια, ο προϊστάμενος μου ανέθετε όλη τη λεπτή δουλειά. Δεν μετακινήθηκα ποτέ σε άλλο πόστο. Επί δέκα χρόνια καθόμουνα σκυμμένη πάνω σε κείνα τα μικρά λαμπερά εξαρτήματα και τα διάλεγα. Ήμασταν δυο. Αν φτιάχναμε μαζί 15.000 κομμάτια την ημέρα, εγώ έκανα τα 11.000. Οπότε καταλαβαίνεις! Την άλλη γυναίκα την άλλαξαν γρήγορα, αλλά εμένα μ’ αφήσανε.
Πολλές φορές ζήτησα να μου δώσουν άλλη δουλειά, γιατί κουραζόμουν πολύ να κάνω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Αλλά τότε ο προϊστάμενος μου έλεγε: Όχι εσένα δεν σ’ αλλάζουμε με καμιά κυβέρνηση. Εσύ κάνεις 11.000 κομμάτια. Είσαι η καλύτερη εργάτρια μας. Και όταν τον είδα τελευταία και του είπα ότι έχω σχεδόν τυφλωθεί στα δυο μάτια, μου είπε: Τι λες, κορίτσι μου, δεν το περίμενα να χάσουμε τέτοια καλή εργάτρια….”Ελληνίδα εργάτρια στην Ολλανδία τη δεκαετία του 1960
Η σύγχρονη ελληνική μετανάστευση μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας
Μιχάλης Τσάκαλος «Ήμουν μόλις οκτώ ετών, όταν η μητέρα μας, Σοφία Ζαχαράκη, έφυγε για τη Γερμανία, για να εργαστεί σε εργοστάσιο σοκολάτας στο Άαχεν, μαζί με τη θεία μου. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα ότι παρακαλάγαμε να πάνε όλα καλά εκεί στη Γερμανία, ώστε να μπορέσει η μητέρα μας να γυρίσει στο σπίτι. Κάθε φορά που τη νοσταλγούσαμε πηγαίναμε στην ντουλάπα για να οσμιστούμε τη μυρωδιά των ρούχων της»,
Ιωάννα Ζαχαράκη, σήμερα ζει στο Σόλινγκεν της Γερμανίας.
Ένα από τα επονομαζόμενα παιδιά «βαλίτσα», θυμάται… Τα παιδικά του χρόνια τα θυμάται ως ένα ατέλειωτο «πήγαινε-έλα», μεταξύ Ελλάδας- Γερμανίας. Ο λόγος για τον Σεβαστό Σαμψούνη, αντιπρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων Γερμανίας και ιδιοκτήτη του εκδοτικού οίκου "Grossenwahn Verlag Frankfurt Am Main", στη Φρανκφούρτη.
Την πρώτη φορά που τον άφησαν οι γονείς του στη γιαγιά του, στο Τυχερό Έβρου, απ΄ όπου κατάγονταν ο πατέρας, ήταν μόλις τριών μηνών. Ακλούθησαν άλλες επτά μετοικήσεις. Τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού τις τελείωσε στο Τυχερό, τις υπόλοιπες στο Ντάρμσταντ, ενώ στη διάρκεια του Γυμνασίου υποχρεώθηκε ν’ αλλάξει τρεις διαφορετικές πόλεις στην Ελλάδα. Λύκειο τελείωσε στη Φρανκφούρτη.
«Ο πατέρας ήρθε στη Γερμανία το 1963 και αρχικά δούλεψε σε ανθρακωρυχείο του Έσσεν. Η μητέρα ήρθε αργότερα, το 1965, όταν αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο Ντάρμσταντ, όπου και γεννήθηκα», εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σεβαστός Σαμψούνης. «Ανήκω στα παιδιά δεύτερης γενιάς, τα επονομαζόμενα και ’παιδιά βαλίτσα’, αφού πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία, με μια βαλίτσα στο χέρι» μας λέει και συνεχίζει: «Μεγαλώσαμε χωρίς να γνωρίζουμε καλά τους γονείς μας. Μου έλειπε πολύ η οικογένεια. Τη στοργή των γονιών μου την αναπλήρωνε η οικογένεια της θείας μου, την οποία φώναζα μαμά. Όταν έλεγαν τα ξαδέλφια μου ότι δεν είναι δική μου (μαμά), αλλά δική τους, και πως η δική μου ήταν στη Γερμανία, έκλαιγα. Δεν μπορούσα τότε να καταλάβω γιατί έπρεπε συνεχώς η μητέρα μου να είναι κάπου αλλού και όχι μαζί μου. Ξέρετε ότι, το κάθε παιδί χρειάζεται μία ιδιαίτερη φροντίδα και όσο να σε προσέχουν, ούτε οι γιαγιάδες ούτε οι θείες μπορούν να αναπληρώσουν την αγκαλιά της μητέρας και του πατέρα».
Σήμερα, στα 44 του χρόνια, ο Σεβαστός συναισθάνεται ότι αυτά που έζησε ήταν μία αναγκαιότητα, αν και πολλές φορές, στο παρελθόν, κατηγορούσε τους γονείς του για όσα περνούσε.
«Τα χρόνια εκείνα, τα νέα ζευγάρια, παρ΄ όλες τις δεσμεύσεις που είχαν, έκαναν οικογένεια και παιδιά, όπως άλλωστε όλοι οι Έλληνες, αλλά και οι άλλης εθνικότητας μετανάστες στη Γερμανία. Πίστευαν πως θα έμεναν μόνο για λίγα χρόνια στην Γερμανία και πως θα επέστρεφαν γρήγορα πίσω, γι΄ αυτό και έστελναν τα παιδιά τους στην Ελλάδα σε παππούδες και θείους, προκειμένου να πάνε σε ελληνικό σχολείο και να μην αποκοπούν από την ελληνική πραγματικότητα. Προσωπικά, μετά τα 16 μου χρόνια άρχισα να δένομαι με τους γονείς μου», μας λέει.
Τελικά, ο Σεβαστός κατάφερε «να σταθεί» στα πόδια του και, όπως εξομολογείται, η ευαισθησία αυτή των παιδιών του χρόνων διοχετεύτηκε στο γράψιμο και τη ζωγραφική. Ξεκίνησε από τα 13 του χρόνια, γράφοντας στίχους- δύο έγιναν και τραγούδια λαϊκά- αλλά δεν συνέχισε. Το 1995, εξέδωσε μία ποιητική συλλογή, «Η ακολουθία της Αλώσεως», με δικά του σχέδια και πολύ αργότερα, το 2005, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα «Η επικίνδυνη συνήθεια να αισθάνομαι», από της εκδόσεις Β. Κυριακίδη. Το 2009, εικονογράφησε ένα παιδικό βιβλίο της γνωστής συγγραφέως, Ελένης Τσακμάκης, μετανάστρια και αυτή στη Γερμανία. Αυτό που θα επιθυμούσε ο κ. Σαμψούνης, είναι να προβάλλει, μέσα από τον εκδοτικό του οίκο, τα έργα συγγραφέων, που γράφουν στα γερμανικά, έχοντας μεγαλώσει ανάμεσα σε δύο πατρίδες.
«Οι άνθρωποι αυτοί έχουν να πούνε πολλά σε σχέση με όλους τους άλλους, που έχουν μεγαλώσει με μία πατρίδα, μία οικογένεια. Προσωπικά, αισθάνομαι σήμερα υπέροχα που είχα αυτή την τύχη. Δυστυχώς, κάποια από τα παιδιά που μεγάλωσαν, όπως εγώ, δεν κατάφεραν ποτέ να ισορροπήσουν, κάνοντας ακόμα και λάθος επιλογές», λέει ο Σεβαστός.
(*)Η ζωή απ’ την αρχή, τίτλος βιβλίου των Ιακώβ Σιμπή και Καρίνας Λάμψα
Την πρώτη φορά που τον άφησαν οι γονείς του στη γιαγιά του, στο Τυχερό Έβρου, απ΄ όπου κατάγονταν ο πατέρας, ήταν μόλις τριών μηνών. Ακλούθησαν άλλες επτά μετοικήσεις. Τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού τις τελείωσε στο Τυχερό, τις υπόλοιπες στο Ντάρμσταντ, ενώ στη διάρκεια του Γυμνασίου υποχρεώθηκε ν’ αλλάξει τρεις διαφορετικές πόλεις στην Ελλάδα. Λύκειο τελείωσε στη Φρανκφούρτη.
«Ο πατέρας ήρθε στη Γερμανία το 1963 και αρχικά δούλεψε σε ανθρακωρυχείο του Έσσεν. Η μητέρα ήρθε αργότερα, το 1965, όταν αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο Ντάρμσταντ, όπου και γεννήθηκα», εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σεβαστός Σαμψούνης. «Ανήκω στα παιδιά δεύτερης γενιάς, τα επονομαζόμενα και ’παιδιά βαλίτσα’, αφού πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία, με μια βαλίτσα στο χέρι» μας λέει και συνεχίζει: «Μεγαλώσαμε χωρίς να γνωρίζουμε καλά τους γονείς μας. Μου έλειπε πολύ η οικογένεια. Τη στοργή των γονιών μου την αναπλήρωνε η οικογένεια της θείας μου, την οποία φώναζα μαμά. Όταν έλεγαν τα ξαδέλφια μου ότι δεν είναι δική μου (μαμά), αλλά δική τους, και πως η δική μου ήταν στη Γερμανία, έκλαιγα. Δεν μπορούσα τότε να καταλάβω γιατί έπρεπε συνεχώς η μητέρα μου να είναι κάπου αλλού και όχι μαζί μου. Ξέρετε ότι, το κάθε παιδί χρειάζεται μία ιδιαίτερη φροντίδα και όσο να σε προσέχουν, ούτε οι γιαγιάδες ούτε οι θείες μπορούν να αναπληρώσουν την αγκαλιά της μητέρας και του πατέρα».
Σήμερα, στα 44 του χρόνια, ο Σεβαστός συναισθάνεται ότι αυτά που έζησε ήταν μία αναγκαιότητα, αν και πολλές φορές, στο παρελθόν, κατηγορούσε τους γονείς του για όσα περνούσε.
«Τα χρόνια εκείνα, τα νέα ζευγάρια, παρ΄ όλες τις δεσμεύσεις που είχαν, έκαναν οικογένεια και παιδιά, όπως άλλωστε όλοι οι Έλληνες, αλλά και οι άλλης εθνικότητας μετανάστες στη Γερμανία. Πίστευαν πως θα έμεναν μόνο για λίγα χρόνια στην Γερμανία και πως θα επέστρεφαν γρήγορα πίσω, γι΄ αυτό και έστελναν τα παιδιά τους στην Ελλάδα σε παππούδες και θείους, προκειμένου να πάνε σε ελληνικό σχολείο και να μην αποκοπούν από την ελληνική πραγματικότητα. Προσωπικά, μετά τα 16 μου χρόνια άρχισα να δένομαι με τους γονείς μου», μας λέει.
«Οι άνθρωποι αυτοί έχουν να πούνε πολλά σε σχέση με όλους τους άλλους, που έχουν μεγαλώσει με μία πατρίδα, μία οικογένεια. Προσωπικά, αισθάνομαι σήμερα υπέροχα που είχα αυτή την τύχη. Δυστυχώς, κάποια από τα παιδιά που μεγάλωσαν, όπως εγώ, δεν κατάφεραν ποτέ να ισορροπήσουν, κάνοντας ακόμα και λάθος επιλογές», λέει ο Σεβαστός.