Το να ζούμε με τους ξένους δεν είναι καθόλου καινούριο στη νεότερη ιστορία. Αλλά η ιδέα ήταν σε χοντρές γραμμές ότι όποιος είναι ξένος, διαφορετικός από σένα, αργά ή γρήγορα θα χάσει τον χαρακτήρα του ξένου.
Η κυρίαρχη πολιτική απέναντι στους ξένους, κατά το μεγαλύτερο μέρος της νεότερης ιστορίας, υπήρξε μια πολιτική αφομοίωσης: «Εσείς είστε εδώ, είστε φυσικά κοντινοί μας. Ας γίνουμε επομένως και πνευματικά, διανοητικά, ηθικά όμοιοι», πράγμα που σημαίνει να αποδεχόμαστε τις ίδιες οικουμενικές αξίες, όπου όμως ως «οικουμενικές» εννοούσαμε πάντοτε τις «δικές» μας αξίες.
Επομένως, με αυτή την προοπτική, όπου το ότι είναι ξένοι ήταν μόνον μια προσωρινή δυσάρεστη ενόχληση, δεν υπήρχε η ιδέα ότι οφείλουμε να διδαχθούμε να ζούμε με τον διαφορετικό. Τώρα, πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία, φτάσαμε να αντιληφθούμε ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Η νεωτερικότητα υπήρξε πάντοτε μια περίοδος μαζικών μεταναστεύσεων προσώπων από τη μια ήπειρο στην άλλη, από τη μιαν άκρη του κόσμου στην άλλη, από τη μια κουλτούρα στην άλλη. Και η μετανάστευση γινόταν από ανάγκη, σε περιστάσεις στις οποίες τα λεγόμενα υπεράριθμα πρόσωπα
-πρόσωπα για τα οποία δεν μπορούσε να βρεθεί μια αποκατάσταση στην κοινωνία της καταγωγής τους, δεν υπήρχε χώρος γι' αυτά στη νέα τάξη, στη νέα προωθημένη κατάσταση της οικονομικής προόδου- υποχρεώνονταν να ταξιδέψουν.
Υπάρχει ωστόσο μία διαφορά: οι σύγχρονες μεταναστεύσεις έχουν ένα χαρακτήρα διασποράς και όχι αφομοίωσης. Τα πρόσωπα που πηγαίνουν σε μιαν άλλη χώρα δεν πηγαίνουν με την πρόθεση να γίνουν όπως ο πληθυσμός που τα φιλοξενεί. Ο φιλοξενών πληθυσμός, ο αυτόχθων, δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να τα αφομοιώσει.
Υπάρχουν περί τις 180 διασπορές που συμβιώνουν στο Λονδίνο, 180 διαφορετικές γλώσσες, κουλτούρες, παραδόσεις, συλλογικές μνήμες. Και το πρόβλημα είναι: αφού η πολιτική της αφομοίωσης δεν είναι πλέον εύκολα εφαρμόσιμη, πώς μπορούμε να ζούμε καθημερινά με τους ξένους; Πώς μπορούμε να επικοινωνούμε, να συνεργαζόμαστε, να ζούμε ειρηνικά, χωρίς εμείς να χάνουμε την ταυτότητά μας και εκείνοι να χάνουν τη δική τους, επομένως σε μια συγκατοίκηση που δεν οδηγεί στην ομοιομορφία;
Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι πλέον εκείνο του να είμαστε ανεκτικοί απέναντι στα διαφορετικά πρόσωπα. Η ανεκτικότητα στην πραγματικότητα είναι πολύ συχνά μια άλλη όψη του διαχωρισμού. «Είμαι ανεκτικός απέναντι στα παράξενα έθιμά σου και τις συνήθειές σου. Είμαι ένα πρόσωπο πολύ ανοιχτό, είμαι ανώτερος από σένα. Κατανοώ ότι ο τρόπος ζωής μου είναι απαράδεκτος για σένα. Εσύ δεν μπορείς να φτάσεις το ίδιο επίπεδο. Επομένως, σου επιτρέπω να ακολουθείς τον δικό σου τρόπο ζωής, αλλά εγώ δεν θα το έκανα ποτέ αν ήμουν στη θέση σου». Η πρόκληση με την οποία οφείλουμε να αναμετρηθούμε σήμερα έγκειται στο να περάσουμε από αυτή τη στάση ανεκτικότητας σε ένα ανώτερο επίπεδο, δηλαδή σε μια στάση αλληλεγγύης. Οφείλουμε να συμφιλιωθούμε με το γεγονός ότι υπάρχουν οι ξένοι, αλλά και να μάθουμε να αντλούμε οφέλη από αυτό.
Οι ξένοι γεννούν φόβο. Εχω αποκαλέσει αυτόν τον φόβο, που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες πόλεις μειξοφοβία, φόβο να συγχρωτιστούμε με άλλα πρόσωπα, επειδή όταν συγχρωτιζόμαστε με άλλα πρόσωπα σε ένα περιβάλλον όχι πολύ οικείο, όλα μπορεί να συμβούν. Αλλά η ίδια κατάσταση του συγχρωτισμού με τους ξένους προκαλεί και μιαν άλλη στάση.
Υπάρχουν δύο αντιφαντικές αντιδράσεις στο φαινόμενο, που και οι δυο τους παρατηρούνται στις σύγχρονες πόλεις. Η δεύτερη είναι η μειξοφιλία, η χαρά να είμαστε σε ένα περιβάλλον διαφορετικό και ερεθιστικό.
Η Χάνα Αρεντ υπήρξε ίσως η πρώτη σύγχρονη στοχαστής η οποία, μελετώντας ξανά τον Γκότχολτ Εφρέμ Λέσινγκ, έναν από τους πρωτοπόρους του γερμανικού Διαφωτισμού, είδε σε αυτόν μιαν από τις πιο οξυδερκείς μορφές μεταξύ των φιλοσόφων της πρώτης νεωτερικότητας. Σύμφωνα με τον Λέσινγκ, δεν πρέπει να περιοριζόμαστε στην αποδοχή του γεγονότος ότι η διαφορά προορίζεται να διαρκέσει, αλλά χρειάζεται να την εκτιμάμε πραγματικά, να αναγνωρίζουμε ότι σε αυτήν υπάρχει ένα πρωτόγνωρο δημιουργικό δυναμικό. Το γεγονός ότι συγχρωτίζονται πολύ διαφορετικές εμπειρίες, αναμνήσεις, κοσμοαντιλήψεις, μπορεί να μας οδηγήσει σε μιαν ανθηρή πολιτιστική ανάπτυξη.
Είναι πάρα πολύ νωρίς για να πούμε ποιες θα είναι οι εξελίξεις, επειδή οι δύο αντιτιθέμενες τάσεις, η μειξοφοβία και η μειξοφιλία, έχουν λίγο έως πολύ ίση δύναμη. Αλλοτε κατισχύει η μια τάση και άλλοτε η άλλη. Το ζήτημα είναι αβέβαιο και βρισκόμαστε ακόμα στο μέσο μιας διαδικασίας που δεν γνωρίζουμε καλά ποιο θα είναι το τέλος της. Ζούμε σε έναν κόσμο παγκοσμιοποιημένο. Η παγκοσμιοποίηση έχει φτάσει σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω, είμαστε όλοι διασυνδεδεμένοι και αλληλεξαρτώμενοι. Αυτό που συμβαίνει σε μακρινούς τόπους έχει εντυπωσιακή επίπτωση στις προοπτικές ζωής και στο μελλον όλων μας. Επομένως, έχει φτάσει η στιγμή να κάνουμε αυτό που ο Λέσινγκ προέβλεψε ότι οφείλουμε να κάνουμε, δηλαδή να μάθουμε να εκτιμάμε τις ευκαιρίες που δημιουργούνται από τις διαφορές μας, αντί να φοβόμαστε τις νοσηρές συνέπειες της συμβίωσης με τις διαφορές (...)
Ζώντας μαζί με τους ξένους
Από το "Σημειωματάριο ιδεών" του Θ. Γιαλκέτση
Υπό διωγμό βρίσκονταν εκατοντάδες χιλιάδες Ρομά σε όλη την Ευρώπη, πολύ πριν αρχίσουν οι απελάσεις από την Γαλλία, σύμφωνα με τον επίτροπο για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, Τόμας Χάμαρμπεργκ.
Η πολιτική Σαρκοζί πάντως έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις, παρά τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι το 65% των Γάλλων υποστηρίζει τις απελάσεις. Το Σάββατο δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές σε περισσότερες από 130 πόλεις της Γαλλίας κατέβηκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν.
Όπως διαπιστώνει στο βιβλίο του ο Τόμας Χάμαρμπεργκ οι Ρομά ζουν στην Ευρώπη αλλά δεν υπάρχουν για τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, καθώς δεν τους έχει χορηγηθεί εθνικότητα, δεν διαθέτουν πιστοποιητικά γέννησης, ταυτότητα, διαβατήριο και τα παιδιά τους είναι σαν να μην υπάρχουν.
Την ίδια στιγμή στα Δυτικά Βαλκάνια, έχουν ήδη εγκριθεί περιοριστικοί όροι για την πολιτογράφηση των Ρομά, με διαγραφές χιλιάδων από το μητρώο των μόνιμων κατοίκων από το 1992 στη Σλοβενία, ενώ στη Σερβία και στη Κροατία, οι Ρομά που επιθυμούν να επισημοποιήσουν την ύπαρξή τους, βρίσκονται αντιμέτωποι με περίπλοκες διοικητικές διαδικασίες και υπερβολικά τέλη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει στο βιβλίο του ο Χάμαρμπεργκ το 38% των Ρομά που απελάθηκαν από τη Γερμανία θεωρήθηκαν απάτριδες, καθώς και ότι το 42% των παιδιών των Ρομά δεν περιλαμβάνονται στις οικογενειακές καταστάσεις.
Καταλήγοντας, ο Ευρωπαίος επίτροπος επισημαίνει ότι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και η έλλειψη εγγράφων ταυτότητας καθιστούν πιο δύσκολη για τους Ρομά την πρόσβαση στην εκπαίδευση και στις υπηρεσίες υγείας, ενώ η μη χορήγηση εθνικότητας τους μεταβάλλει σε εύκολο στόχο για ομαδικές απελάσεις, παρ' όλο που κάτι τέτοιο απαγορεύεται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έκθεσης του ινστιτούτου για τα Δικαιώματα και την Ετερότητα ο συνολικός αριθμός των Ρομά στην Ελλάδα ανέρχεται σε 250.000 -350.000 άτομα. Οι περισσότεροι αναγκάζονται να ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες, ενώ το 55% δηλώνει ότι έχει υποστεί διακρίσεις.
Από το Tvxs
Ρομά, ένας λαός χωρίς πατρίδα
Χορεύοντας στο σκοτάδι
Η Selma Jezkova είναι μια φτωχή Τσεχοσλοβάκα μετανάστρια στην Αμερική της δεκαετίας του '60. Ζει σε ένα τροχόσπιτο μαζί με το μικρό της γιο και δουλεύει νυχθημερόν σε ένα εργοστάσιο, προσπαθώντας να μαζέψει όσο περισσότερα χρήματα μπορεί. Η Selma κρατά με παιδιάστικη επιμονή ένα μεγάλο μυστικό: τόσο η ίδια όσο και ο γιος της πάσχουν από μια σπάνια κληρονομική ασθένεια. Η όρασή τους εξασθενεί συνεχώς και κάποια στιγμή θα τυφλωθούν οριστικά. Αυτή έχει ήδη φτάσει πολύ κοντά στο τελικό στάδιο. Παριστάνει όμως πως βλέπει κανονικά, προκειμένου να συνεχίσει να δουλεύει και να μαζέψει τα χρήματα που απαιτούνται για να εγχειριστεί ο γιος της. Η Selma αγαπά με πάθος τα χολιγουντιανά μιούζικαλ. Δεν αντέχει όμως στην ιδέα ότι κάποτε τελειώνουν. Έτσι, φεύγει πάντα από το σινεμά πριν ολοκληρωθεί το τελευταίο τραγούδι, που προμηνύει το φινάλε. Μέσα στο μυαλό της, ζει μια δεύτερη ζωή, ως πρωταγωνίστρια ενός δικού της μιούζικαλ. Φτάνει να ακουστεί λίγος θόρυβος -οι μηχανές του εργοστασίου, ένα τρένο ή ο ήχος των βημάτων- και αμέσως τον μεταλλάσσει σε μουσική, την οποία ντύνει με τραγούδι και χορευτικά, ταιριασμένα με κάθε γεγονός που ζει. Είναι μια μεγάλη καλλιτέχνις, μόνο που κανείς δεν θα το μάθει, τουλάχιστον μέχρι την τελευταία στιγμή.
Σκηνοθεσία: Λαρς φον Τρίερ